-
1 καταγέλαστ'
καταγέλαστα, καταγέλαστοςridiculous: neut nom /voc /acc plκαταγέλαστε, καταγέλαστοςridiculous: masc /fem voc sg -
2 καταγέλαστος
καταγέλασ-τος, ον,A ridiculous, absurd,κ. εἶ Ar.Nu. 849
; ὦ καταγέλαστ' Id.Ra. 480;κ. δῆτ' ἔσει.. ἔχων Id.Th. 226
; Πέρσας ποιῆσαι κ. γενέσθαι Ἕλλησι ridiculous in their eyes, Hdt.8.100, cf. Pl.Ap. 35b; of things,κ. τὸ Χρῆμα γίγνεται Id.Grg. 485a
;φοβοῦμαι οὔ τι μὴ γελοῖα εἴπω ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα Id.Smp. 189b
, cf. Epicur.Nat.28.5, etc.: c. gen., τῆς ἀλλαγῆς because of.., Max.Tyr.2.3: [comp] Comp., Pl.Ep. 314a: [comp] Sup., Isoc.10.9, 15.56, Pl.Plt. 296d. Adv.- τως X.Mem.1.7.2
, Pl.Lg. 781c, Aeschin.1.31, D.H.Comp.18, etc.: [comp] Sup. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγέλαστος
См. также в других словарях:
καταγέλαστ' — καταγέλαστα , καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc pl καταγέλαστε , καταγέλαστος ridiculous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)